- Ναύπλιο(ν)
- το г. Нафплион, Навплион (Пелопоннес)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ναύπλιο — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 13.822 κάτ.) της ανατολικής Πελοποννήσου, πρωτεύουσα σήμερα του νομού Αργολίδος. Το Ν. ήταν η πρώτη πρωτεύουσα της νεότερης Ελλάδας και έδρα του ομώνυμου δήμου, στην οποία υπάγονταν διοικητικά ο δήμος Ναυπλιέων και οι… … Dictionary of Greek
Ναύπλιο — Sp Nãfplijas Ap Ναύπλιο/Nafplio L Argolidės nomo c., P Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Ναύπλιο — το πόλη της Πελοποννήσου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αναπλιώτης, Αντώνης — (Ναύπλιο 1887 – Αθήνα 1951).Φιλολογικό ψευδώνυμο του ποιητή Αντώνη Λεκόπουλου. Σπούδασε νομικά και εργάστηκε επί 40 χρόνια ως υπάλληλος του υπουργείου Εσωτερικών. Η πρώτη του συλλογή είχε τον τίτλο Το βιολί (Ναύπλιο, 1910). Επιλογή από το έργο… … Dictionary of Greek
Αρεταίος, Θεόδωρος — (Ναύπλιο 1830 – Αθήνα 1893).Γιατρός και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μετά τις σπουδές του στην Αθήνα πήγε στο Βερολίνο, τη Βιέννη και το Παρίσι και ειδικεύτηκε στη χειρουργική. Το 1863 έγινε υφηγητής της εγχειρητικής και επιδεσμολογίας και… … Dictionary of Greek
Ασπρέας, Γεώργιος — (Ναύπλιο 1875 – Αθήνα 1952).Συγγραφέας και δημοσιογράφος. Διετέλεσε πολεμικός ανταποκριτής στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και συνεργάτης πολλών καθημερινών εφημερίδων. Έγραψε ιστορικές μονογραφίες και θεατρικά έργα. Η ιστορική εργασία του με … Dictionary of Greek
Βυζάντιος, Αλέξανδρος — (Ναύπλιο 1841 – Αθήνα 1898). Δημοσιογράφος και ποιητής. Γιος του Σκαρλάτου Β., σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στη Λειψία, στο πανεπιστήμιο της οποίας αναγορεύτηκε διδάκτορας. Σε ηλικία 16 ετών βραβεύτηκε στον… … Dictionary of Greek
Δημαράς, Νικόλαος — (Ναύπλιο 1856 – Αθήνα 1904). Νομομαθής, δικηγόρος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1886. Συνέχισε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια του Μονάχου, της Λειψίας και του Γκέτινγκεν, με… … Dictionary of Greek
Κακλαμάνος, Δημήτριος — (Ναύπλιο 1867 – 1949).Διπλωμάτης, δημοσιογράφος και συγγραφέας, αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Υπήρξε διευθυντής της εφημερίδας Άστυ (1892) και αργότερα εκδότης του Νέου Άστεως(1901 7). Διετέλεσε πρόξενος στην Οδησσό (1907), γραμματέας … Dictionary of Greek
Καρούζος, Νίκος — (Ναύπλιο 1926 – Αθήνα 1990). Ποιητής. Ξεκίνησε σπουδές νομικών και πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες δεν ολοκλήρωσε ποτέ. Πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα το 1949, δημοσιεύοντας ένα ποίημά του στο περιοδικό … Dictionary of Greek
Κιτσίκης, Νικόλαος — (Ναύπλιο 1887 – Αθήνα 1978). Πολιτικός μηχανικός, πανεπιστημιακός και πολιτευτής. Φοίτησε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ), στο πολυτεχνείο Σαρλότενμπουργκ του Βερολίνου και στη Σχολή Γεφυρών και Οδοστρωμάτων στο Παρίσι. Σπούδασε επίσης… … Dictionary of Greek